
Η ανάπτυξη της τέχνης είναι το υψηλότερο τεστ της ζωτικότητας και σπουδαιότητας κάθε εποχής. [από την Εισαγωγή του συγγραφέα 19 Σεπτέμβρη 1923]
Η μαρξική μέθοδος δίνει την ευκαιρία να εκτιμηθεί η εξέλιξη της νέας τέχνης, να ιχνηλατηθούν όλες οι πηγές της, να βοηθήσει τις πιο προοδευτικές τάσεις με κριτικό φωτισμό του δρόμου, αλλά δεν κάνει τίποτα περισσότερο. Η τέχνη πρέπει να βρει το δικό της δρόμο και με τα δικά της μέσα. Οι μέθοδοι του μαρξισμού δεν είναι οι ίδιοι με τις μεθόδους τής τέχνης [методы марксизма – не методы искусства]. Το Κόμμα διευθύνει το προλεταριάτο αλλά όχι τις ιστορικές διαδικασίες. [Πρώτη ρωσική έκδοση Красная Новь 1923, κεφ. VII σ. 161 – ελληνική έκδοση Αλλαγή 1984 κεφ. VII σ. 175]

Η μελέτη του Λεφ Τρότσκι Λογοτεχνία και Επανάσταση αποτελεί μια ανάλυση της κατάστασης της ρωσικής λογοτεχνίας και των τεχνών στην περίοδο που η Οχτωβριανή Επανάσταση έπρεπε να αντιμετωπίσει τεράστια πολιτισμικά προβλήματα ιδιαίτερα μετά την επιβολή της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (Μάρτης 1921).
Βασικός σκοπός του Τρότσκι στο Λογοτεχνία και Επανάσταση ήταν να δείξει τους δρόμους στις διάφορες λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές τάσεις και στα στελέχη της Σοβιετικής Δημοκρατίας στο χώρο του πολιτισμού, για την ανάπτυξη μιας σύγχρονης σοβιετικής λογοτεχνίας της Μεταβατικής Περιόδου.
Το άμεσο καθήκον της Σοβιετικής Κυβέρνησης ήταν η γρήγορη ανάπτυξη της οικονομίας και του βιοτικού επιπέδου για να τεθούν οι βάσεις τής νέας πολιτισμικής και καλλιτεχνικής ζωής για όλους τους σοβιετικούς λαούς, τής νέας σοβιετικής κουλτούρας. Οι διαδικασίες επιμόρφωσης των εκατομμυρίων αγροτών και προλετάριων, θα διαμορφώσει τους/τις νέους/ες σοβιετικούς συγγραφείς και καλλιτέχνες, που θα έχουν μπολιαστεί με την προοδευτική κουλτούρα της εποχής του καπιταλισμού.
Για τον Τρότσκι η νέα σοβιετική τέχνη είναι απόλυτα αναγκαία για τις ανάγκες και την πνευματική συγκρότηση του σοβιετικού πολίτη.

Ο Τρότσκι δεν γράφει ως ένας θεωρητικός της τέχνης. Θεωρεί καθήκον του ως μέλος της ηγεσίας της Επανάστασης να διευκρινίσει τη στάση του Μαρξισμού και του Κόμματος απέναντι στην τέχνη, λογοτεχνία και κουλτούρα στην περίοδο τής Μεταβατικής Περιόδου, τής Δικτατορίας του Προλεταριάτου.
Το Κόμμα των Μπολσεβίκων έπρεπε να επιλύσει τα προβλήματα σε μια κατεστραμμένη και κοινωνικά καθυστερημένη χώρα.
Ο Τρότσκι σκοπεύει να διορθώσει τις μηχανιστικές απόψεις για την τέχνη, να επιμείνει ότι μέσω της τέχνης κατανοούμε με τα συναισθήματα μας τον κόσμο.

Σ’ αυτή την προοπτική ο Τρότσκι καταθέτει τις απόψεις του σε 8 αυτόνομα δοκίμια, που δημοσιεύτηκαν ξεχωριστά στην Πράβντα (η εφημερίδα του ΚΚΡ(μπ)) το καλοκαίρι του 1922 και του 1923, και αποτελούν τα 8 κεφάλαια του βιβλίου: I η προ-οχτωβριανή λογοτεχνία, II οι λογοτεχνικοί “συνοδοιπόροι” της Επανάστασης, III Αλεξάντρ Μπλοκ, IV Φουτουρισμός, V η Φορμαλιστική Σχολή της ποίησης και ο Μαρξισμός, VI Προλεταριακή Κουλτούρα και Προλεταριακή Τέχνη, VII η πολιτική του Κόμματος στην Τέχνη, και VIII Τέχνη Επαναστατική και Τέχνη Σοσιαλιστική.
Στην Εισαγωγή στο Λογοτεχνία και Επανάσταση, ο Τρότσκι καταθέτει τα κύρια προβλήματα κουλτούρας της Σοβιετικής Εποχής.
Οι προλετάριοι θα προετοιμάσουν τη διαμόρφωση μιας “νέας δηλ., Σοσιαλιστικής κουλτούρας και λογοτεχνίας” , όχι με “εργαστηριακές μεθόδους στη βάση της σημερινής μας φτώχειας, αναγκών και αναλφαβητισμού, αλλά με μεγάλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά μέσα”.

Η σημερινή μας τέχνη, γράφει ο Τρότσκι, είναι η έκφραση του διανοούμενου που ταλαντεύεται μεταξύ του αγρότη και του προλετάριου. Πηγή της ο διαχωρισμός της καπιταλιστικής κοινωνίας ανάμεσα στη διανοητική εργασία και τη σωματική εργασία. Ένας από τους τελικούς σκοπούς της Επανάστασης είναι να υπερνικήσει ολοκληρωτικά αυτό το διαχωρισμό.
Έτσι για τον Τρότσκι, “το πρόβλημα της δημιουργίας νέας τέχνης αναπτύσσεται ολοκληρωτικά στην πορεία τού ουσιαστικού προβλήματος τής οικοδόμησης μιας Σοσιαλιστικής κουλτούρας”. Η νέα τέχνη μπορεί να δημιουργηθεί μόνο απ’ αυτούς που συμβαδίζουν με την εποχή τους.
Ο Τρότσκι ξεχωρίζει τις τρεις κύριες λογοτεχνικές τάσεις των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων. Συγγραφείς που προέρχονται από τους διανοούμενους της αριστοκρατικής – αστικής τάξης, που αποκαλέστηκαν Συνοδοιπόροι, που προσπαθούν να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση.
Οι Ρώσοι Φουτουριστές (ο Τύπος τους αποκαλούσε Αριστερούς) που βρίσκονταν σε σύγκρουση με το προεπαναστατικό κατεστημένο, τάχτηκαν με την Επανάσταση και μπορούν – περισσότερο από όλες τις άλλες τάσεις ισχυρίζεται ο Τρότσκι – να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση τής νέας τέχνης.

Η τρίτη τάση ήταν οι προλεταριακοί συγγραφείς και οι υποστηριχτές της Προλεταριακής Τέχνης, για τον Τρότσκι ένα από τα ρεύματα για τη Σοσιαλιστική τέχνη του μέλλοντος.
Ο Τρότσκι αποσαφηνίζει ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα.
“Είναι ουσιαστικό λάθος να αντιπαραθέσουμε την κουλτούρα της μπουρζουαζίας και την τέχνη της μπουρζουαζίας με την προλεταριακή κουλτούρα και τέχνη. Προλεταριακή κουλτούρα και τέχνη δεν θα υπάρξει ποτέ, γιατί το προλεταριακό καθεστώς είναι πρόσκαιρο και μεταβατικό. Η ιστορική σημασία και το ηθικό μεγαλείο της προλεταριακής επανάστασης αποτελεί το γεγονός ότι βάζει τα θεμέλια μιας κουλτούρας που είναι πάνω από τάξεις και η οποία θα είναι η πρώτη αληθινά ανθρώπινη”.
Σ’ αυτή τη θέση του Τρότσκι αντιτάχτηκε ο Μπουχάριν, και οι υποστηριχτές της Προλεταριακής Κουλτούρας, που θεωρούσαν ότι το προλεταριακό σοβιετικό καθεστώς θα επιβιώσει για μεγάλο διάστημα οπότε η εργατική νέα κυρίαρχη τάξη, θα είχε το χρόνο δημιουργίας της δικής της προλεταριακής κουλτούρας.
Αυτή η θέση του Μπουχάριν, σε συνδυασμό με την ήττα της Γερμανικής Επανάστασης το 1923, τον οδήγησε ένα χρόνο αργότερα να υποστηρίξει τη θεωρία του Σοσιαλισμού σε μια χώρα τού Στάλιν, ενάντια στη θέση του Λένιν για την επιβίωση της Επανάστασης μέσα από τη διεθνή εξάπλωση της, και ενάντια στη θεωρία τής Διαρκούς Επανάστασης του Τρότσκι.

Για τον Τρότσκι, η πολιτική της Σοβιετικής Κυβέρνησης στην τέχνη “κατά τη Μεταβατική Περίοδο, πρέπει να βοηθήσει τις διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες και σχολές που υποστήριξαν την Επανάσταση, να συλλάβουν την ιστορική έννοια της Επανάστασης, και να τους παραχωρήσει απόλυτη ελευθερία αυτοκαθορισμού στον τομέα της τέχνης, με κριτήριο υπέρ ή κατά της Επανάστασης;”
Ο Τρότσκι κάλεσε τους καλλιτέχνες να γίνουν μέρος του “ζωντανού ιστού της Επανάστασης” ώστε να μπορέσουν να δημιουργήσουν, με την ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας, τη νέα πρωτότυπη τέχνη της Επανάστασης.
Στο κεφάλαιο για τον Φουτουρισμό (μ’ αυτό τον όρο οι Ρώσοι εννοούσαν όλα τα πρωτοποριακά ρεύματα του Μοντερνισμού), ο Τρότσκι τονίζει ότι η ένταξη του Φουτουρισμού στην Επανάσταση το 1917 τον έσωσε από την παρακμή. Οι Φουτουριστές έγιναν Κομμουνιστές χωρίς όμως να κατανοήσουν αρκετά “τα στοιχεία της κομμουνιστικής αντίληψης και κοσμοθεωρίας” ώστε να βρουν κατάλληλους καλλιτεχνικούς τρόπους και μορφές.

Ο Τρότσκι θεωρούσε τον Μαγιακόφσκι το μεγαλύτερο ποιητή της εποχής και την ποίηση του “κοντά στη δυναμική ποιότητα της Επανάστασης”. Αν και, γενικά, ο Μαγιακόφσκι δεν κατόρθωσε να “ανακαλύψει την ισορροπία μεταξύ Ποίησης και Επανάστασης”, η ποίηση του και τα έργα των Φουτουριστών αποτελούν “αναγκαίες συνδέσεις για τη διαμόρφωση της νέας και μεγάλης λογοτεχνίας”.
Στο τελευταίο κεφάλαιο VIII του Λογοτεχνία και Επανάσταση με τίτλο «Τέχνη Επαναστατική και Τέχνη Σοσιαλιστική» (Πράβντα 29 και 30 Σεπτέμβρη 1923), ο Τρότσκι εξηγεί ότι Επαναστατική Τέχνη δεν είναι απλά η τέχνη με κάποιο επαναστατικό θέμα, αλλά η τέχνη που εκφράζει τη νέα συνείδηση που δημιουργεί η Επανάσταση.
Ο Τρότσκι τονίζει ότι υπάρχουν μόνο «στοιχεία και προσπάθειες» Επαναστατικής Τέχνης αλλά πιστεύει ότι οι νέες γενεές τής Επανάστασης θα δημιουργήσουν τις νέες επαναστατικές μορφές τέχνης.
«Επαναστατική Τέχνη που αναπόφευκτα αντανακλά όλες τις αντιφάσεις ενός επαναστατικού κοινωνικού συστήματος, δεν πρέπει να συγχέεται με τη Σοσιαλιστική Τέχνη για την οποία δεν έχει δημιουργηθεί ακόμα βάση. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Σοσιαλιστική Τέχνη θα αναδυθεί μέσα από την τέχνη της σημερινής Μεταβατικής Περιόδου».
Στο κεφάλαιο VIII ο Τρότσκι αναφέρει τις διαδοχικές μορφές ρεαλιστικής τέχνης στη Ρωσία και τονίζει την «καλλιτεχνική αποδοχή της πραγματικότητας» με διάφορους τρόπους. Η νέα τέχνη δεν έχει τίποτα κοινό με το Μυστικισμό και το Ρομαντισμό. Η εποχή και η ζωή μας, γράφει, απαιτούν από τις τέχνες να τις κατανοήσουν με όποιο τρόπο και μέσα ο/η καλλιτέχνης μπορεί και θέλει.
Ο παρακάτω ορισμός του Τρότσκι για το Ρεαλισμό είναι εξαιρετικά επίκαιρος και σήμερα, στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα και της κυριαρχίας ενός Μεταμοντερνισμού που απεχθάνεται τη ζωή και τις αντιφάσεις της.
«Αυτό σημαίνει ένα ρεαλιστικό μονισμό, με τη σημασία της φιλοσοφίας της ζωής, και όχι ένα ‘ρεαλισμό’ με τη σημασία του παραδοσιακού οπλοστασίου των λογοτεχνικών σχολών. Αντίθετα, ο νέος καλλιτέχνης θα χρειαστεί όλες τις μεθόδους και διαδικασίες που αναπτύχθηκαν στο παρελθόν, καθώς και μερικές συμπληρωματικές, για να κατανοήσει τη νέα ζωή. Και αυτό δεν θα είναι καλλιτεχνικός εκλεκτικισμός, γιατί η ενότητα της τέχνης δημιουργείται από μια ενεργό αντίληψη του κόσμου και δραστήρια αντίληψη για τη ζωή».

Στο ίδιο κεφάλαιο ο Τρότσκι αναφέρεται συνοπτικά στο θέατρο και στην αρχιτεκτονική με παρατηρήσεις για το Μνημείο στην ΙΙΙη Διεθνή του Βλαντίμιρ Τάτλιν (1920, ύψους 400 μ., το Μνημείο ποτέ δεν οικοδομήθηκε).
Ο Τρότσκι εξυμνεί τον Τάτλιν που περιφρόνησε στο σχέδιο του το εθνικό ύφος, αλληγορίες, διακοσμητικά και μπιχλιμπίδια, και «προσπάθησε να υποτάξει ολόκληρο το σχέδιο στη σωστή εποικοδομητική χρήση των υλικών».
Ο Τρότσκι σημειώνει τις αδυναμίες στο σχέδιο του Τάτλιν (περιττά στοιχεία) αλλά σημειώνει με αισιοδοξία ότι η ανάπτυξη τής Σοβιετικής Ένωσης θα μπορέσει να οικοδομήσει γιγαντιαία έργα όπως αυτό του Τάτλιν.
Ο Τρότσκι θεωρούσε ότι η τέχνη στις μελλοντικές δεκαετίες αγώνων, θα είναι “ολοκληρωτικά κάτω από την επήρεια της επανάστασης”. Στην τελευταία παράγραφο της Εισαγωγής αναφέρει:
“Αυτή η νέα τέχνη είναι ασύμβατη με τον πεσιμισμό, με το σκεπτικισμό … είναι ρεαλιστική, δραστήρια, ζωτικά συλλογική και γεμάτη απεριόριστη δημιουργική πίστη στο Μέλλον”. –